μυθολογικός — μῡθολογικός , μυθολογικός poetical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μυθολογία: Μυθολογικές διηγήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπουσα — Μυθολογικός δαίμονας, φάντασμα ή φάσμα. Παρουσιαζόταν με τη μορφή της αγελάδας, του γαϊδάρου, του πουλιού, της ωραίας γυναίκας, της πέτρας, του δέντρου, του σκύλου κλπ. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε μόνο ένα πόδι, ενώ το πρόσωπό της… … Dictionary of Greek
ημίθεος — Μυθολογικός όρος.Αυτός που ο ένας από τους γεννήτορές του είναι θεός και o άλλος θνητός. Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις μυθολογικές παραδόσεις άλλων λαών οι ήρωες που πραγματοποίησαν άθλους ανώτερους από το κοινό μέτρο,… … Dictionary of Greek
πάνδωρος — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια. * * * ον … Dictionary of Greek
Αθάμας — Μυθολογικός ήρωας ο οποίος απαντάται στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία σε διάφορες μορφές του μύθου, στη βάση των οποίων υπάρχει το αιματηρό έθιμο να θυσιάζεται ο πρωτότοκος στον Λαφύστιο Δία, που αργότερα τον αντικατέστησε η προσφορά κριαριού.… … Dictionary of Greek
Ακαρνάνας — Μυθολογικός ήρωας της Ακαρνανίας, γιος του Αλκμαίωνα και της κόρης του Αχελώου Καλλιρρόης. Σύμφωνα με έναν μύθο ο Αλκμαίωνας, όταν έφυγε από το Άργος κυνηγημένος από τις Ερινύες για τον φόνο της μητέρας του, κατέφυγε στην Ψωφίδα όπου και… … Dictionary of Greek
Αχιλλεύς — Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου. Βλ. λ. Αχιλλέας … Dictionary of Greek
Γραίκες — Μυθολογικός λαός. Γ. ονομάζονταν οι Αιολείς που αποίκισαν την πόλη Πάριο. Οργανωτής του αποικισμού της Μικράς Ασίας από τους Αιολείς ήταν ο Γρας, γιος του Αρχέλαου και δισέγγονος του Ορέστη. Από αυτόν προήλθαν οι Γ., οι Γράοι και οι Γραικοί, όπως … Dictionary of Greek
Γρύπες — Μυθολογικός λαός. Το όνομά του προερχόταν από το μυθικό πουλί γρύπας (βλ. λ.). Οι Γ. κατοικούσαν βορειότερα από τους Σκύθες. Σύμφωνα με τον μύθο, ήταν οι φύλακες του χρυσού, τον οποίο προσπαθούσαν να προφυλάξουν από τις αρπακτικές βλέψεις των… … Dictionary of Greek